8 - 28/2 Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, (Γενί τζαμί), ομαδική έκθεση φωτογραφίας και λογοτεχνικών κειμένων με τίτλο: «Δρόμοι: Δρόμοι της ζωής - Δρόμοι που φεύγουν». Η έκθεση, είναι μια παραγωγή του Φωτογραφικού Κέντρου Θεσσαλονίκης

ΔΡΟΜΟΙ, Μία έκθεση λογοτεχνίας και φωτογραφίας.


Στο Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης (θα είναι επισκέψιμη όλο το Φεβρουάριο) μία ξεχωριστή έκθεση / εγκατάσταση ξεκινάει το ταξίδι προς το κοινό της.
Είναι ξεχωριστή και για τη μορφή της, και για τον τρόπο που αυτή η μορφή διερευνά το θέμα της, που δεν είναι άλλο, παρά αυτό που ορίζει ο τίτλος της, ο Δρόμος, με την υλική ή την άυλη μορφή του, ο Δρόμος σαν τόπος και χρόνος, ο Δρόμος σαν από, δια μέσου ή προορισμός, ο Δρόμος σαν ένα απόσπασμα ή όλη μας η ζωή.
Όλη η εγκατάσταση με τις φωτογραφίες καρφωμένες στους τοίχους (δίχως κορνίζες για να μη χάνει μαζί τους την επαφή ο αναγνώστης, ακόμη και για να μπορεί να τις χαϊδεύει σε μία ύστατη ερωτική κίνηση) και τα κείμενα (τυπωμένα το ίδιο μεγάλα σε σχεδόν χασαπόχαρτο) να έχουν απλωθεί με μανταλάκια της μπουγάδας, σαν φρεσκοπλυμένα πρώην άπλυτα, στο χώρο, δημιουργούν ένα τόπο για το Δρόμο, γεμάτο άπειρες διαδρομές και μονοπάτια. Ο τόπος για το Δρόμο, ο Δρόμος σαν Τόπος, όπου μπορούμε να συναντηθούμε με τον ιδιότυπο άλλον, με την εκτός ημών πραγματικότητα.
Ο Δρόμος σαν πέρασμα από το εγώ στο εμείς. Ο Δρόμος σαν ενσωμάτωση του εμείς στο ατομικό για ένα νέο Εγώ.

Ο επιμελητής σε ένα δύσκολο ομολογουμένως εγχείρημα, ενορχηστρώνει τα έργα σε ένα χαοτικό περιβάλλον, που μοιάζει συμμετρικό. Δημιουργεί με τα κείμενα και τις φωτογραφίες ένα χώρο χαοτικό σε έναν τόπο κλειστά δομημένο, βαριά διακοσμημένο και φορτωμένο από ιστορία. Σε ένα επιβλητικό κτίσμα, τα έργα μοιάζουν πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ειρημένοι, μέχρι να αποφασίσει ο θεατής να ασχοληθεί με αυτά, να τους αφιερώσει το χρόνο που δικαιούνται και να αρχίσει το διάβασμά τους. Διαδικασία, που σύντομα θα αποκαλύψει τον πλούτο που αυτά μεταφέρουν ή υπονοούν. Είναι μία δύσκολη έκθεση, γιατί δεν ξεμπερδεύεις μαζί της σε δέκα λεπτά. Είναι μία έκθεση, που απαιτεί να της αφιερώσεις χρόνο, γιατί θέλει το χρόνο της σαν όλα τα διαδραστικά έργα.

Πίσω από τη βαριά ξύλινη πόρτα της εισόδου, ο θεατής, από το πρώτο του κι όλας βήμα, υποχρεούται να αντιμετωπίσει τη διαγράμμιση, τη χάραξη της πορείας του από την υπηρεσία ( ποιάς υπηρεσίας / φορέα εξουσίας άραγε;) στο πάτωμα. Στον καθένα μας, γνώστες όλοι των κωδικοποιήσεων των οδικών σημάνσεων, υποδεικνύεται να ακολουθήσει μία διαδρομή ευθεία, που διατρέχει, σαν βασικός άξονας, όλη την έκταση του χώρου, για να καταλήξει στην οθόνη του βάθους. Η σήμανση του πατώματος λειτουργεί σα βέλος υποχρεωτικής πορείας από έναν τόπο στον αέναο χρόνο της προβολής. Δεξιά και αριστερά αυτής της διαδρομής, με ένα συνεχές κρυφτούλι των αποκαλύψεων τα έργα των φωτογράφων και λογοτεχνών, σα σύγχρονες σειρήνες, προσπαθούν να εμπλουτίσουν αυτή τη σύντομη διαδρομή, να την φωτίσουν, να τις προσδέσουν αξίες. Δεξιά και αριστερά αυτής της υποδειχθείσας πορείας από το εγώ προς το άπειρο χρόνο, φωτογραφίες και κείμενα θα θέλανε να αποπροσανατολίσουν το θεατή από το τι μπορούσε να περιμένει επισκεπτόμενος μία έκθεση για τους δρόμους και να τον εμπλέξουν σε έναν ανοικτό διάλογο για το μέλλον του.
Καθόλου τυχαία, άραγε, η σήμανση, κατά την είσοδο, μεταφράζεται απαγορεύεται η προσπέραση και η στροφή αριστερά, ενώ κατά την έξοδο, τότε που θα έχουμε όλοι χαθεί στην δική μας ο καθένας Ιθάκη, όλα επιτρέπονται.

Το βίντεο του βάθους εξηγεί με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τη σχέση του δρόμου σαν τόπου, του δρόμου σαν πορεία, του δρόμου σα χρόνος. Η λευκή σήμανση, που χορεύει γύρω από το ιδεατό κέντρο πότε δεξιά και πότε αριστερά, επιβάλει ένα ρυθμό δευτερολέπτου. Τικ, τακ, τικ, τακ, τικ, τακ . .. Ο δρόμος - τόπος, ένα απόσπασμα γκρίζας ασφάλτου, δίχως επιπρόσθετα εξωτερικά σημάδια να τον συνδέουν με κάποιον συγκεκριμένο (οποιονδήποτε ) τόπο / διαδρομή, είτε έρχεται προς τα εμάς, είτε φεύγει, έχει τη δομή της οπτικοποίησης ενός άλλου άυλου μεγέθους, του χρόνου. Ενός χρόνου το ίδιο ατομικού, το ίδιου προσωπικού, το ίδιο εσωτερικού.
Ο δρόμος σα μετρονόμος.

Η παραγωγή δεν έχει καμία σχέση με αντίστοιχες γειτνιάσεις (φωτογραφικού και γραπτού λόγου) σε λογοτεχνικά περιοδικά ή τις λογοτεχνικές λεζάντες, που πολλές φορές συνοδεύουν τα φωτογραφικά λευκώματα.
Οι φωτογράφοι και οι λογοτέχνες πρότειναν τα έργα τους για αυτή την ξεχωριστή συνύπαρξη με απόλυτη γνώση της σημασίας του πειράματος. Τα κείμενα δε μιλούν για τις εικόνες και οι φωτογραφίες δεν οπτικοποιούν τα κείμενα. Ο κάθε δημιουργός φωτίζει το θέμα του από μία άκρως ελλειπτική πλευρά. Ο καθένας είναι ελάχιστος μπροστά στην ευρύτητα του θέματος, όλοι μαζί, όμως, είναι κάτι πολύ σημαντικό. Είναι η συνύπαρξη που απογειώνει αυτή τη συνεύρεση σε αυτόν τον υπέροχο τόπο. Η συνύπαρξη αυτή στηρίζεται στη συμπληρωματικότητα των αυτόνομων μορφών έκφρασης και την πολλαπλότητα προσέγγισης (από διαφορετική ματιά) του κοινού θέματος. Δεν υπάρχει επικάλυψη θεμάτων. Οι τόσες πολλές και διαφορετικές καλλιτεχνικές γραφές καλύπτουν το εύρος του θέματος. Αξίζει να αναφερθεί ότι, καθώς ο κατάλογος που κυκλοφόρησε, περιλαμβάνει το σύνολο των έργων της έκθεσης, θα πολλαπλασιάσει τη διάδρασή της.

Η έκθεση είναι μια παραγωγή του Φωτογραφικού Κέντρου Θεσσαλονίκης με την υποστήριξη της Αντιδημαρχίας Πολιτισμού και Νεολαίας του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Στην έκθεση συμμετέχουν: Άγις Παπαθανασίου, Αθηνά Παπαδάκη, Αργύρης Λιαπόπουλος, Βαγγέλης Αυδίκος, Βασίλης Καρκατσέλης, Γεωργία Κουρκουνάκη, Γιάννης Παπαδόπουλος, Γιάννης Χολογκούνης, Γιώργος Καμπάνης, Γιώργος Α.Παναγιώτου, Δημήτρης Γκιώνης, Δημήτρης Κουματζιάς, Δημήτρης Προκοπίου, Ευθύμης Μουρατίδης, Θανάσης Μπαξόπουλος, Θανάσης Ράπτης, Θανάσης Χειμωνάς, Καίτη Παπαναούμ, Κάρολος Τσίζεκ, Κυριάκος Χαραμπίδης, Κώστας Ακρίβος, Κώστας Λούστας, Κώστας Κωσταβάρας, Κωστής Τζερμιάς, Κώστας Κίτσος, Λάμπρος Φάτσης, Μάγδα Τσιρογιάννη, Μάνος Κοντολέων, Μαρία Λαγδού, Μαρίνα Βαρουτά, Μαρίνη Σκλήρη, Μάριος Εμμανουηλίδης, Μενέλαος Μελετζής, Μίλτος Φραγκόπουλος, Μιχαήλ Μήτρας, Νάκης Σκορδίλης, Νέλλη Ανδρικοπούλου, Νένη Ευθυμιάδη, Νίκη Αναστασέα, Νίκη Καλοπαίδη, Νίκος Λεβέντης, Νίκος Χουρδάκης, Νίκος Παιζάνης, Ντίνος Σιώτης, Πάτρα Βασιλείου, Πέτρος Κοτζαμπάσης, Σάκης Σερέφας, Χάρης Πλουμίδης, Χριστινα Παπαφράγκου. 
Τη ημέρα των εγκαινίων παρουσιάστηκε σκηνικό δρώμενο / φωτοδράμα με τίτλο «...και βάδισε....γιατί η αγάπη δεν έχει ούτε ιδιοκτήτες ούτε αποσκευές » από την ομάδα Ενδοχώρα. Σκηνοθεσία: Ιωάννα Ευθυμιάδου, Γιώργος Καμπούρης. Ηθοποιοί: Ιωάννα Ευθυμιάδου, Κωνσταντίνος Καλαμάρας, Όλγα Καλαμάρα, Γιώργος Καμπούρης, Τατιάννα Κωνσταντινίδου, Γιούλη Πανταζοπούλου και Σοφία Σπυρίδου.

Βασίλης Καρκατσέλης
 

 

Για τη συμμετοχή μου σε μία συν - ζήτηση του διαδικτύου για την έκθεση ΔΡΟΜΟΙ.


Γιατί οι φωτογραφίες δεν είναι μόνο για να τις κοιτάζουμε και τα λογοτεχνικά έργα για να τους αφιερώνουμε χρόνο.

Ποτέ οι τέχνες δε στάθηκαν, στην κοινωνία που τις γέννησε, μόνες. Πάντα, πέρναν και δίνανε στην εποχή τους (άρα και στις άλλες τέχνες, και στο πνεύμα, τις επιστήμες , στη βιομηχανία κτλ) όσα μπορούσαν. Συγκοινωνούντα δοχεία οι τέχνες, συγκοινωνούντα δοχεία όλα τα στοιχεία της κάθε εποχής. (Πχ τι θα ήταν η φωτογραφία σήμερα, αν όλοι οι πρώτοι φωτογράφοι δεν ήταν σπουδαγμένοι ζωγράφοι, αν η εποχή και η επιστήμη δεν έψαχνε το ρεαλιστικό εκείνο μέσον που θα απεικόνιζε τον κυρίαρχο της εποχής αστό; Τι θα ήταν η ζωγραφική, σήμερα, αν δεν είχε εφευρεθεί η φωτογραφία;)
Η κάθε τέχνη έχει την δική της αυτόνομη ιστορία, αλλά αυτή η ιστορία δεν είναι μόνο βιογραφικά ή η εξέλιξη της φόρμας. Κυρίως, είναι τα έργα και οι σημειώσεις της, όπου πάντα θα διαβάζουμε το τι έγινε εκείνη την εποχή σε πολιτικό ή κοινωνικό πεδίο, πως εξελίσσονταν ή τι προτείνανε οι άλλες τέχνες, η φιλοσοφία κτλ, ποιος ακολουθούσε ποιόν. Πχ ενώ η χρονοφωτογραφία γέννησε το κίνημα του Φουτουρισμού και οδήγησε την εικονογραφική αντίληψη των ζωγράφων του, ή φωτογραφία του ταυτόχρονου ακολούθησε από μακριά την πρόοδο του κυβισμού.
Απλά, ανάλογα με το εάν μία τέχνη βρισκόταν σε ύφεση ή άνοδο την κάθε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η κάθε εποχή χαρακτηρίζεται από την κυρίαρχη, από την τέχνη που ήταν η σημαντικότερη τη συγκεκριμένη εποχή. Ο μεσοπόλεμος, πχ, χαρακτηρίζεται από το πολύτεχνο DADA.
Σε αυτόν τον αλληλοεπηρεασμό κάποιες φορές σπουδαίο ρόλο έπαιξαν προσωπικότητες και κάποιες άλλες είναι οι ίδιες οι εποχές που δημιούργησαν τις προσωπικότητες, είναι οι ίδιες οι εποχές που τράβηξαν τον άνθρωπο πολύ πιο πέρα από ότι νόμιζε ή θεωρούσε πως μπορεί να φτάσει. Κλασσικό παράδειγμα η ασύλληπτη δημιουργία των εικαστικών καλλιτεχνών για ή εξ αιτίας της Μπολσεβίκικης Επανάστασης στη Ρωσία του 1917.

Αν οι τέχνες γεννούνται ή επηρεάζουν την κοινωνία στην οποία αναπτύσσονται, πώς να αποκλείσουμε το γεγονός ότι επηρεάζουν και τους δημιουργούς άλλων τεχνών; Αδύνατον. Όλοι είμαστε παιδιά της εποχής μας. Πχ η δικτατορία της αφαίρεσης δεν καταλύθηκε από την προσπάθεια μιας μόνο τέχνης, αλλά από μία καθολική αντίδραση.
Ανεξάρτητα από αυτό και επιπροσθέτως, η ιστορία δείχνει ότι, όταν παρέες δημιουργών αλληλεπιδρούσαν μεταξύ τους, πάντα κάτι καλό θα έβγαινε. Ας δούμε πχ πόσες τέχνες στεγάστηκαν, πάντα με θετικό πρόσημο, κάτω από την ομπρέλα του Μπρετόν και του Σουρεαλισμού, φυσικά ανάμεσά τους και η φωτογραφία.
Γιατί να περιμένουμε αυτή η συνύπαρξη και ο αλληλοεπηρεασμός των τεχνών να προκύψει κατά λάθος και να μην τον διεκδικήσουμε;
Είναι φυσικό ο κάθε δημιουργός όταν είναι μόνος στο εργαστήρι του να φαντάζεται ότι κάτι κάνει, (πολλές φορές και πραγματικά να κάνει), είναι πολύ δημιουργικότερο, όμως, για αυτόν να συζητά το έργο του στην κοινωνία με εκθέσεις. Στη δημόσια παρουσίαση του έργου, αυτός (ο δημιουργός) είναι ο πρώτος θεατής και κριτής των έργων του, ανέλπιστα, όμως, εμπλέκονται και οι συνάδελφοι, ένα απροσδιόριστο και ανεξέλεγκτο κοινό, αλλά και γιατί όχι, και ειδικοί άλλων τεχνών. Είναι μία διαδικασία που μόνο ανοίγει ορίζοντες. Και τα πικρά σχόλια, κάποιες φορές, εγείρουν πείσμα, μελέτη, εσωτερικό διάλογο, άρα, και αυτά ακόμη μας βελτιώνουν.
Τι θα ήταν ο Κουν χωρίς τη Μάνου, χωρίς τον Τσαρούχη, το Μινωτή, τον Κωνσταντινίδη, το Χατζηδάκη και τους υπόλοιπους, τι θα ήταν η Ελληνική φωτογραφία χωρίς τη Φωτογραφική Συγκυρία, τον Μωρεσόπουλο, το Φωτογραφικό Κέντρο Θεσσαλονίκης;

3 Η εποχή μας χαρακτηρίζεται σαν εποχή της άνευ όρων κατανάλωσης, των Αγορών, που μεταφράζεται σε εποχή του ομογενοποιημένου προϊόντος. Αυτή η εποχή θέλει τον καθένα μόνο του, για να ελέγχεται μέσω των ΜΜΕ (Μέσα Μαζικής Εξαθλίωσης) από τους υπερατλαντικούς ολιγοκράτες. Φυσικά, θέλει και τους καλλιτέχνες μόνους, για να μη μπορούν (σαν πιθανώς σκεπτόμενοι λίγο παραπάνω) να αντισταθούν.
Καθώς η δημιουργία ήταν ανέκαθεν και εκ των πραγμάτων, μία κατά μόνας ιστορία, πολλοί καλλιτέχνες πάτησαν την πεπονόφλουδα και έμειναν μόνοι στο εργαστήριο. Ότι χειρότερο. Δίχως ομάδα, δίχως συλλογική αντίσταση ή προσπάθεια διατήρησης ενός παράλληλου έστω δικτύου, δίχως κριτική, δίχως ανά βήμα διεύρυνση των προοπτικών και δυνατοτήτων του έργου, ένταξη και συνέχιση της δημιουργικής δημιουργίας (μέσω ενός πολύ καλού έργου) δεν υπάρχει. 
Ακόμη και η ψευδαίσθηση ενημέρωσης και επικοινωνίας του internet είναι, για αυτούς τους μοναχικούς καλλιτέχνες, ένας κίνδυνος παρόμοιος με τέλμα. Μόνο η επαφή με το πραγματικό έργο διεγείρει. Μόνο η έξοδος από το εγώ στο εμείς προσγειώνει. Μόνο η συμμετοχή μας βγάζει κάθε τόσο απ το καβούκι και μας σπρώχνει μπροστά.


4 Θα μπορούσε ένας σκηνοθέτης να φωτίσει τα κείμενα ή της φωτογραφίες μιας έκθεσης; Μπορεί. Θα μπορούσαν κάποια λογοτεχνικά έργα να μιλήσουν για τις φωτογραφίες που βρίσκονται κοντά τους και το αντίστροφο; Γιατί όχι. Δεν είναι όμως αυτό το ζητούμενο μιας διαδραστικής έκθεσης. Κανείς δε θέλουμε να μιλήσει για κανέναν. Το κάθε έργο θα βρίσκεται εκεί αυτόνομο και με την ευθύνη αυτού που το έκανε και αυτού που το διάλεξε, ίσως και με την ευθύνη αυτού που το τοποθέτησε σε κάποια θέση με κάποια γειτνίαση και όχι κάπου αλλού. 
Εκείνο που ψάχνουμε ή που θα θέλαμε να ψάχνουμε είναι αν μία συνύπαρξη τόσο αυτόνομων και διαφορετικών μεταξύ τους έργων αν ξαναλέω, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα πιο πνευματικό περιβάλλον από ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει το κάθε έργο μόνο του. 
Δεν θα ήθελα, επίσης, να διαχωρίζεται άκριτα η φωτογραφία από την ποίηση. Στην έκθεση έχουμε τελείως ξεχωριστούς (αλληλοσυμπληρούμενους ίσως) φωτογράφους και το ίδιο λογοτέχνες. Ο καθένας μόνος, αλλά όλοι μαζί σαν σύνολο, για το όλον του κοινού θέματος. Όχι λοιπόν ποίηση και φωτογραφία, αλλά τόσες ξεχωριστές μεταξύ τους γραφές. 
Και τότε, εντός θέματος πλέον, είναι που πράγματι αρχίζουν τα δύσκολα. Που θα χωρέσουν τόσοι ρήτορες και πως η φωνή του καθένα ξεχωριστά δε θα δημιουργήσει χάβρα, αλλά συμφωνικό έργο.


5 Η κάθε έκθεση είναι μία προσπάθεια δημιουργίας περιβάλλοντος για την ανάγνωση, σε 
πρώτη φάση, του προτεινόμενου έργου και σε δεύτερη φάση, δημιουργίας διαλόγου. Ο θεατής διαλέγεται με το έργο και τις αμφισημίες του, με τον εαυτό του, με τον δημιουργό του έργου, με τους φίλους και όλους τους υπόλοιπους που θα μπορούσαν να συμμετέχουν σε αυτό το διάλογο.
Η ιδανική περίπτωση για την ιδανική ανάγνωση, θα ήταν σε κάθε έκθεση να εκτίθετο ένα και μόνο έργο. Αυτό είναι, όμως, σχεδόν αδύνατον. Συνήθως συν-εκθέτουμε έργα, που σημαίνει τα υποχρεώνουμε σε χρονική ανάγνωση, το ένα μετά ή πριν από κάποιο άλλο.
Ιδανικό θα ήταν η παρουσία του καθένα μας σε μία έκθεση (σα θεατή/επισκέπτη) να σημαίνει υποχρέωσή μας για ανάγνωση του έργου που εκτίθεται, κατανόηση των θέσεων που παίρνει και των ιδεών που προτείνει, αναγωγή τους στην κοσμοθεωρία μας, τοποθέτησή μας απέναντί τους, συν - ζήτηση επ αυτών, και σαν δημιουργοί (σε επίπεδο φόρμας, τεχνικό και άλλα σχετικά), και σαν πολίτες. 
Η δημιουργία ενός θετικού κλίματος για όλα τα παραπάνω σε μία έκθεση (κατανόηση / διάλογος / διάδραση) είναι δουλειά του επιμελητή. Η διάταξη των έργων, ο ρυθμός ανάπτυξής τους, η λειτουργία των κενών, τα χρώματα στους τοίχους, η μουσική, τα κείμενα στους τοίχους, τα βίντεο, οι ξεναγήσεις, η παρουσία του καλλιτέχνη, οι κατάλογοι, τα παράλληλα προγράμματα, οι παράλληλες δράσεις και πολλά ακόμη, είναι τα εργαλεία του, για να κρατήσει τον περαστικό θεατή στην έκθεση, να του παρουσιάσει την ιδέα, και τέλος, να τον εμπλέξει στον διάλογο. Οι απλές, οι σκέτες εκθέσεις κάποιων πεφωτισμένων δημιουργών, απέναντι στις οποίες οι άλλοι πρέπει να μένουν με το στόμα ανοικτό, πέθαναν. Η λογική του : ότι δεν καταλαβαίνω είναι σπουδαίο, ιδιαίτερα αφού δεν το καταλαβαίνω, τελείωσε. Ο δημιουργός είναι θεός και σαν τέτοιος πρέπει να αντιμετωπίζεται, μόνο για το εμπόριο, μόνο αυτοί (και από αυτούς όχι όλοι)ζητάνε από το κοινό τους να έχουν μόνο αγοραστική γνώμη.


6 Το θέμα είναι αν: εμείς σα δημιουργοί πνευματικών έργων μπορούμε να διευρύνουμε κάπως το ξερό μας, αν εμείς σαν θεατές ενός πιο ολιστικού έργου, από ότι θα μπορούσε να είναι μία σκέτη έκθεση φωτογραφίας, μπορούμε να κερδίσουμε αυτό το κάτι παραπάνω, για να συνεχίσουμε την πορεία μας, με φίλους, κοινό και λοιπούς αγνώστους.
Αν θα το καταφέρει αυτή η συγκεκριμένη έκθεση, είναι ένα άλλο θέμα, που θα συζητήσουμε μετά. Προς το παρόν ας μείνουμε στις προθέσεις.

 

Άσχετο, αλλά ο Καββαδίας είναι καλλίτερος στο χαρτί ή στη μελοποίηση του Μικρούτσικου; Εγώ ψηφίζω και με τα δύο χέρια στις μελοποιήσεις. Με βοήθησαν, κάποιες από αυτές, να εμβαθύνω πολύ περισσότερο από ότι είχα καταφέρει μόνος με το τυπωμένο χαρτί.
Με τον Βάρναλη δεν είχα τέτοιο πρόβλημα. Τον κατανόησα και τον χαίρομαι ακόμη και μόνος. 

Στις τέχνες τώρα: πολλά έργα σύγχρονης τέχνης δε μου μίλησαν από την πρώτη στιγμή, γιατί δεν γνώριζα, γιατί ήμουν ανώριμος ή γιατί δεν ήμουν εκεί , αν και τα κοίταγα. Υπό άλλες συνθήκες, όμως, κάποια από αυτά μου είπαν και μου παραείπαν. Ποιος ποιητής ή ποιο κείμενο ή ποια συνεύρεση με άλλαξαν; Κάθε χρόνο, χρόνια πολλά τώρα, πηγαίνω για καφέ στο Παρίσι, πολλές φορές το χρόνο, για ένα διήμερο ξεκούρασης. Σχεδόν ποτέ δεν είδα τα ίδια πράγματα. Κάθε φορά που βρισκόμουνα εκεί, ήθελα / ζητούσα κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό από την προηγούμενη, είτε για ενημέρωση, είτε για πνευματική τροφή, είτε γιατί έψαχνα κάτι. Άλλαζα. Αλλάζω καθημερινά. Αλλάζουμε όλοι μας. Προς τα πού, είναι να αναρωτηθούμε.
Προτείνω να αλλάξουμε το είναι μας, από τη συναναστροφή μας με φιλόσοφους, ποιητές, λογοτέχνες, μουσικούς, κινηματογραφιστές, θεατράνθρωπους. Ας μην αφήσουμε να μας αλλάζουνε οι πολυεθνικές των εκδόσεων της φωτογραφίας, οι πολυεθνικές των δημοπρασιών και των μουσείων, η ξευτίλα της φωτογραφίας στα ιλουστρασιόν περιοδικά και στον δήθεν ειδικό φωτογραφικό τύπο, ακόμη και η χαμηλή ποιότητα της φωτογραφίας που κατά κόρον συναντάμε στον ιστό, μέσα από τον οποίο και τώρα μιλάμε.

Βασίλης Καρκατσέλης
Επιμελητής της συγκεκριμένης έκθεσης.

ΥΓ Ελπίζω να τα πούμε και δημιουργικά να τσακωθούμε επί τόπου και επί συγκεκριμένου. Και τότε, καθώς και εγώ θα είμαι θεατής αυτού του πειράματος, θα έχω και άλλη δυνατότητα, πέραν των προθέσεων, να συμμετέχω κριτικά στην αναζήτηση του καλλίτερου (για το επόμενο project μας).